στεάτωμα

στεάτωμα
το мед. жировик

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στεάτωμα" в других словарях:

  • στεάτωμα — sebaceous tumour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεάτωμα — το, ΝΑ νεοελλ. 1. ιατρ. κάθε όγκος που περιέχει λιπώδη ιστό, όπως είναι το ψευδαθήρωμα, το χολοστεάτωμα κ.ά. 2. ζωολ. γένος αραχνιδίων αρχ. στεατώδες οίδημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + ωμα (πρβλ. πέπλος: πέπλωμα)] …   Dictionary of Greek

  • στεάτωμα — το είδος σκληρού λιπώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεατωμάτων — στεάτωμα sebaceous tumour neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώμασι — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώμασιν — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματα — στεάτωμα sebaceous tumour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματι — στεάτωμα sebaceous tumour neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατώματος — στεάτωμα sebaceous tumour neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατωμάτιον — τὸ, Α [στεάτωμα, ατος] μικρό στεάτωμα …   Dictionary of Greek

  • στεατοκήλη — η, ΝΑ νεοελλ. στεάτωμα* αρχ. λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο κήλη)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»